- αμισθία
- η (Α ἀμισθία) [ἄμισθος]το να μην παίρνει κανείς μισθό, η έλλειψη μισθού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμισθίᾳ — ἀμισθίᾱͅ , ἀμισθία non receipt of pay fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισθίαν — ἀμισθίᾱν , ἀμισθία non receipt of pay fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμισθος — η, ο (Α ἄμισθος, ον) 1. ο δίχως μισθό ή πληρωμή 2. αυτός που δεν πληρώνεται, που δεν παίρνει μισθό αρχ. αυτός που δεν πληρώνει αμοιβή, που παίρνει κάτι δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μισθός. ΠΑΡ. αμισθί, αμισθία μσν. ἀμισθίας] … Dictionary of Greek